Τρίτη 1 Ιουνίου 2010


Το τηλέφωνο της μις Μαρπλ χτύπησε, καθώς αυτή ντυνόταν το πρωί. Το κουδούνισμα την παραξένεψε λίγο. Ήταν ασυνήθιστη ώρα για να χτυπάει το τηλέφωνο. Τόσο καλά ήταν τακτοποιημένη η ζωή της άγαμης αυτής γυναίκας, που απρόβλεπτα τηλεφωνήματα ήταν πηγή σοβαρής ανησυχίας και σοβαρών σκέψεων:
- Βρε, αδελφέ, έκαμε η μις Μαρπλ, κοιτάζοντας με απορία τη συσκευή του τηλεφώνου. Ποιος μπορεί να είναι τέτοια ώρα;
Από τις εννέα ως τις εννέα και μισή ήταν η αναγνωρισμένη ώρα στο χωριό για τα φιλικά τηλεφωνήματα στους γείτονες. Σχέδια για την ημέρα, προσκλήσεις και τα όμοια γίνονταν κατά το χρονικό εκείνο διάστημα. Ο κρεοπώλης ήταν γνωστό πως τηλεφωνούσε λίγο πριν από τις εννέα αν σημειωνόταν κάποια ανωμαλία στο εμπόριο του κρέατος. Κατά διαλείμματα, στο διάβα της ημέρας, μπορούσαν να γίνουν σπασμωδικά τηλεφωνήματα, αν και περνιόταν για άσχημα έμπνευση αν τηλεφωνούσε κανείς μετά τις εννέα και μισή, τη νύχτα.
Είναι αλήθεια, πως ο ανιψιός της μις Μαρπλ, ένας συγγραφέας, και γι’ αυτό τον λόγο λιγάκι αφηρημένος και απρόσεχτος, τηλεφωνούσε τις πιο απίθανες ώρες. Κάποτε, είχε πάρει τη θεία του δέκα λεπτά πριν από τα μεσάνυχτα. Όσες, όμως, εκκεντρικότητες και αν είχε ο ιδιόρρυθμος Ραίυμον Γουεστ, το πολύ πρωινό ξύπνημα δεν ήταν μεταξύ αυτών. Ούτε αυτός ούτε κανείς από τους γνωστούς της μις Μαρπλ ήταν πιθανό να την πάρει στο τηλέφωνο πριν από τις οκτώ το πρωί. Ενώ τώρα ήταν, ακόμα, η ώρα οκτώ παρά τέταρτο. Δηλαδή, πολύ νωρίς ακόμα και για ένα τηλεγράφημα, αφού το ταχυδρομείο δεν άνοιγε πριν από τις οκτώ.
- Ίσως, σκέφθηκε η μις Μαρπλ, κάποιος πήρε λάθος τον αριθμό.
Και με την σκέψη αυτή στο κεφάλι, προχώρησε προς την ανυπόμονη συσκευή και ξεθύμανε λίγο από την οργή της, σφίγγοντας δυνατά το ακουστικό:
- Ναι, έκανε.
- Εσύ ‘σαι, Τζαίην;

Αγκάθα Κρίστι, Ένα πτώμα στη βιβλιοθήκη, εκδόσεις Λυχνάρι
Μετάφραση: Ανδρέας Παναγιωτόπουλος