Πέμπτη 1 Απριλίου 2010


Ο Ρέυμοντ Γουεστ φύσηξε ένα σύννεφο γαλάζιου καπνού επανέλαβε τη φράση σαν να του έκανε ευχαρίστηση ο ήχος των λέξεων:
«Άλυτα μυστήρια».
Κοίταξε γύρω του με βλέμμα ικανοποίησης. Το δωμάτιο ήταν ένα από εκείνα τα δωμάτια των παλιών αρχοντικών με τα ψηλά σκαλιστά ταβάνια και τα παλιά όμορφα έπιπλα που του ταίριαζαν τόσο καλά. Γι’ αυτό το ικανοποιημένο βλέμμα του Ρέυμοντ Γουεστ ήταν δικαιολογημένο. Συγγραφέας το επάγγελμα, ήθελε το περιβάλλον του να είναι άψογο. Το σπίτι της Θείας Τζέην ήταν, κατά τις αντιλήψεις του, το πιο ταιριαστό περιβάλλον για την προσωπικότητά της και γι’ αυτό το λόγο, τούδινε πάντα ένα ευχάριστο συναίσθημα. Την κοίταξε για μια στιγμή, όπως καθόταν κοντά στο τζάκι, στητή, στη μεγάλη παλιά πολυθρόνα. Η Μις Μαρπλ φορούσε ένα φόρεμα από μαύρο κεντητό ύφασμα, πολύ σφιχτό στη μέση. Δαντέλες στόλιζαν τον μπούστο γύρω από το λαιμό της. Τα λεπτά της χέρια ήταν ντυμένα με μισά γάντια από μαύρη νταντέλα και μια μαύρη νταντελένια σκούφια σκέπαζε τη μάζα των χιονάτων μαλλιών της, που είχε χτενισμένα ψηλά. Έπλεκε –όπως πάντα- κάτι λευκό και αφράτο. Το βλέμμα των ανοιχτών γαλανών ματιών της, πράο και αγαθό, παρατήρησε τον ανεψιό της και τους καλεσμένους του με ήρεμη ευχαρίστηση. (…) Για ένα λεπτό, η Μις Μαρπλ αφιέρωσε την προσοχή της σ’ αυτούς τους ανθρώπους’ μετά ξαναγύρισε στο πλεχτό της, μ’ ένα ελαφρό χαμόγελο στα χείλη.
[…]
Τα μάτια όλων στράφηκαν στον Σερ Χένρυ.
-Είναι περίεργο, είπε εκείνος, όμως η Μις Μαρπλ μάντεψε την αλήθεια. (…)
Έγινε για λίγο σιωπή κι αμέσως μετά ο Ρέυμοντ είπε:
-Εντάξει, θεία Τζέην. Κέρδισες αυτή τη φορά. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς διάβολο μάντεψες την αλήθεια (…)
-Μα, μικρέ μου, είπε η Μις Μαρπλ, εσύ δεν έχεις την πείρα της ζωής που έχω εγώ. (…)

Αγκάθα Κρίστι, Κάθε Τρίτη κι ένα έγκλημα, εκδόσεις Λυχνάρι.
Μετάφραση: Άννα Παπαδημητρίου