Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2010


Η μις Τζέιν Μαρπλ καθόταν μπροστά στο παράθυρό της. Το παράθυρο έβλεπε στον κήπο που κάποτε ήταν γι’ αυτήν πηγή μεγάλης υπερηφάνειας. Όχι όμως και σήμερα. Τώρα τελευταία κοίταζε έξω και νευρίαζε. Εδώ και αρκετό καιρό τής ήταν απαγορευμένο να ασχολείται με την κηπουρική. Δεν έπρεπε να σκύβει, να σκάβει, να φυτεύει’ το πολύ πολύ μπορούσε να κλαδεύει λιγάκι. Ο γέρο-Λαίηκοκ, που ερχόταν τρεις φορές την εβδομάδα, έκανε ασφαλώς ό,τι μπορούσε ο άνθρωπος. Μα το τι μπορούσε (που δεν ήταν αρκετό ποτέ) ήταν σύμφωνα μ’ αυτό που νόμιζε εκείνος σωστό και όχι με τις αντιλήψεις της εργοδότριάς του. Η μις Μαρπλ ήξερε τι ακριβώς ήθελε να γίνεται και πότε το ήθελε, και του έδινε τις σχετικές εντολές. Ο γέρο-Λαίηκοκ τότε έβαζε τα δυνατά του, δείχνοντας το μεγάλο ταλέντο του, που ήταν να συμφωνεί με ενθουσιασμό σε κάθε υπόδειξη μα να αποφεύγει τελικά να την πραγματοποιήσει.
(…)
Καθώς συλλογιζόταν αυτά τα πράγματα η μις Μαρπλ, απέστρεψε τα μάτια της απ’ τον κήπο και αφοσιώθηκε πάλι στο πλέξιμό της.
Έπρεπε να παραδεχτεί πια την πραγματικότητα. Το Σαιντ Μαίρη Μηντ δεν έμοιαζε πια καθόλου με το μέρος που ήταν άλλοτε. Λίγο-πολύ όλα σχεδόν είχαν αλλάξει. Θα μπορούσε κανείς να τα’ αποδώσει αυτό στο πόλεμο (στους δυο πολέμους) ή στη νέα γενιά ή στις γυναίκες που είχαν βγει απ’ τα σπίτια τους για να εργασθούν, ή στην ατομική βόμβα ή απλώς στην Κυβέρνηση- αυτό όμως που αντιλαμβανόταν κανείς ήταν πως περνούσαν τα χρόνια και ολοένα γερνούσε. Η μις Μαρπλ ήταν μια πολύ λογική ηλικιωμένη κυρία και το ήξερε αυτό καλά. Κατά κάποιο παράξενο τρόπο το ένιωθε αυτό ακόμα περισσότερο στο Σαιντ Μαίρη Μηντ, γιατί εκεί έμενε τόσα χρόνια.

Αγκάθα Κρίστι, Διπλό είδωλο στον σπασμένο καθρέφτη, εκδόσεις Λυχνάρι
Μετάφραση: Αχ. Κυριαζής