Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2010

Εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 12/1969

Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2010

Εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 12/1969

Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2010


Εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 12/1969

Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2010

Αναζητώντας τον χαµένο φόνο
Της Έλενας Ακρίτα (Τα Νέα, 18/9/2010)
Μπαίνοντας στο Google, έπεσα πάνω σε ένα παράξενο banner στην προµετωπίδα του. Το ψιλοαδιάφορο δεξί κλικ µε ταξίδεψε σε παρελθόντες χρόνους. Σε παρελθόντες φόνους. Το banner ήταν αφιερωµένο στα 120 χρόνια από τη γέννηση της Αγκαθα Κρίστι, στις 15 Σεπτεµβρίου 1890.
Την είχα ξεχάσει τη φίλη µου την Αγκαθα. Την είχα σπρώξει στα βάθη της µνήµης, τη σύντροφο των εφηβικών µου καλοκαιριών. Το κίτρινο βιβλιαράκι τσέπης. Εκδόσεις Λυχνάρι. Ο τίτλος, µε τις λέξεις «φόνος, δολοφόνος, έγκληµα». Το απαραίτητο σκίτσο µιας, όµορφης µεν έντροµης δε, κοπέλας. Το πιστόλι, το µαχαίρι, οι σταγόνες αίµατος. Και το ταξίδι ξεκινούσε. Κλασικό θερινό ανάγνωσµα το αστυνοµικό της κοµψής Αγκαθα. Ποτέ δεν εστίαζε στη φρίκη, ποτέ δεν καταδεχόταν τις ανατριχιαστικές λεπτοµέρειες. Οι φόνοι της ήταν πάντα απολύτως συµβατοί µε το savoir vivre.
Παραδοσιακή Αγγλίδα ,ξεδίπλωνε την ιστορία της µε την ίδια αυστηρή ιεροτελεστία που οι Αγγλοι σερβίρουν το τσάι συνοδευµένο απαρέγκλιτα µε µικροσκοπικά σάντουιτς. Μόνο που εκείνη, µε τις ίδιες αβρές κινήσεις, µέσα στο σάντουιτς αντί για αγγούρι έβαζε στρυχνίνη. Η µόνη της διαφορά από τη γηραιά γειτόνισσα της διπλανής πόρτας, την -ενδεχοµένως- χήρα αξιωµατικού.
Δεν ξέρω γιατί οι περισσότεροι από εµάς έχουν ταυτίσει την Αγκαθα Κρίστι -όπως και τον Σαρλ Εσµπραγιά, τον πνευµατικό µπαµπά της σκωτσέζας γεροντοκόρης Ιµογένης- µε τις υψηλές θερµοκρασίες του Αυγούστου. Στις χειµερινές καταδύσεις, µας συνόδευαν ο Ντοστογιέφσκι και ο Φόκνερ. Ο Τολστόι και ο Τζέιµς Τζόις. Ο Χάξλερ και ο Προυστ. Αναζητώντας τον χαµένο χρόνο. Αναζητώντας τον χαµένο φόνο. Στη δεξιά µας ξαπλώστρα έστριβε το τσιγκελωτό µουστάκι του ο Ηρακλής Πουαρό, εξασκώντας ακούραστα τα µικρά φαιά του κύτταρα. Στην αριστερή ξαπλώστρα, η «miss» Τζέιν Μαρπλ έπλεκε ένα κασκόλ για τον αγαπηµένο της ανιψιό, τον Ρέιµοντ Γουέστ. Προτού τελειώσει το κασκόλ, ο δολοφόνος θα έχει βρεθεί. Ο κύριος Πουαρό και η δεσποινίς Μαρπλ θα έχουν φροντίσει γι' αυτό. Κι εγώ θα µένω πάντα άναυδη. Μα να µην πάει ποτέ το µυαλό µου! Ενώ η µητέρα µου, πού τον έβρισκε πάντα στις 10 πρώτες σελίδες;
Ναι, όντως, ο δολοφόνος είναι ο γιατρός. Ναι, όντως, υπάρχει διαφορά ανάµεσα στα φαιά και στα ξανθά κύτταρα.
Θα μου πείτε «παραφιλολογία του κερατά». Ναι, αν δεχθούµε ότι στην ίδια κατηγορία ανήκουν µορφές όπως ο Ντάσιελ Χάµετ και ο Ρέιµοντ Τσάντλερ (διαβάστε το εκπληκτικό «εγχειρίδιο» του Τσάντλερ «Η τέχνη του φόνου» και θα καταλάβετε τι εννοώ)!
Τα βιβλία της Αγκαθα Κρίστι έρχονται δεύτερα σε πωλήσεις µετά τη Βίβλο. Οταν η συγγραφή γίνεται ένας εξαιρετικά προσοδοφόρος βιοπορισµός, λογικό να έχει γράψει και άπειρες πατάτες. Οµως υπάρχουν και εξαιρετικά µυθιστορήµατα. Από τα µέσα της δεκαετίας του '50 και για µία ολόκληρη εικοσαετία! Με κορυφαία τα βιβλία «Οι δέκα µικροί νέγροι», «Εγκληµα στο Οριάν Εξπρές», «Μάρτυρας κατηγορίας», άντε και η «Ποντικοπαγίδα»!
Στην Αγκάθα (και τον Λόρενς Ντάρελ, να 'µαστε και δίκαιοι) χρωστάω τα πρώτα µου ταξίδια στην Αίγυπτο. Ταξίδια του νου, χωρίς αλέρετούρ, χωρίς «οργάνωση» και πακέτα προσφορών. Ολοι µας σε κάποια γωνιά της σκοτεινής αποθήκης θα βρούµε ένα ξεχασµένο κίτρινο βιβλίο τσέπης. Το θύµα βρέθηκε µαχαιρωµένο στη βιβλιοθήκη του αγγλικού πύργου. Οι ένοχοι, πολλοί. Ο δολοφόνος βρέθηκε και τιµωρήθηκε. Οι υπόλοιποι έζησαν αυτοί καλά. Εζησαν; Ζουν; Τρέχα γύρευε. 120 χρόνια από τη γέννησή της. Εζησε; Ζει; Τρέχα γύρευε! Για τον συγγραφέα ο θάνατος είναι ο βιολογικός; Ή πεθαίνει όταν κανένας δεν τον διαβάζει πια; Και οι ιδιοφυείς εκπρόσωποι της παραφιλολογίας; Είναι πιο θνησιγενείς από τους «µεγάλους»; Ακόµα κι αν τους κουβαλάµε µέσα µας; Ακόµα κι αν τους «φέρουµε ως ταπεινόν σαρκίον» της µνήµης µας;
Πότε πεθαίνει ο συγγραφέας; Πότε πεθαίνει το παραµύθι; Και ποιος είναι δολοφόνος του, αγαπητή Αγκαθα;

Τετάρτη 1 Σεπτεμβρίου 2010


- Ίσως να μην έχετε πολύ άδικο, παραδέχθηκε ο Κράντοκ. Μην αρχίσετε όμως να χώνετε την μύτη σας σε πολλά πράγματα. Έχω κάποιο προαίσθημα ότι δεν είστε πολύ ασφαλής…
Η μις Μαρπλ χαμογέλασε.
- Έχω την εντύπωση ότι μου ζητάτε να επιτύχω το ακατόρθωτο. Οι ηλικιωμένες γυναίκες συνηθίζουν χωρίς να το θέλουν να χώνουν την μύτη τους, όπως πολύ επιτυχημένα είπατε, σε πολλά πράγματα. Θα ήταν πολύ παράξενο αν καθόμουν φρόνιμα και δεν έδινα καμιά σημασία σ’ όσα γίνονται γύρω μου. Ζητήματα που αφορούν κοινούς φίλους που μένουν σε πολλά διαφορετικά μέρη, αν θυμούνται κάτι που έχει συμβεί πριν από πολλά χρόνια, αν ξέρουν ποιον παντρεύτηκε η κόρη της λαίδης τάδε, είναι μερικά από τα θέματα που κινούν το ενδιαφέρον μας στην ηλικία που έχουμε φθάσει. Σας εξυπηρετεί καθόλου αυτό;
- Αν με εξυπηρετεί; Επανέλαβε ο Κράντοκ με το ύφος ανθρώπου που δεν καταλάβαινε.
- Ρωτώ αν σας βοηθάει αυτό να ανακαλύψετε αν οι άνθρωποι, πραγματικά, με τους οποίους έχετε να κάνετε είναι όντως ό,τι σας λένε πως είναι, εξήγησε η Μαρπλ.
Σταμάτησε για λίγο για να δει ποια εντύπωση είχαν προκαλέσει τα λόγια της στον συνομιλητή της.
- Αυτό δεν είναι εκείνο που σας στενοχωρεί; Συνέχισε ύστερα από λίγο. Ο κόσμος έχει αλλάξει καταπληκυικά από τότε που τελείωσε ο πόλεμος. Πάρτε ως παράδειγμα το Τσίπιν Γκλέγκχορν. Μοιάζει καταπληκτικά με το Σαιντ Μαίρη Μηντ, όπου μένω. Πριν από δεκαπέντε χρόνια γνωρίζομαστε όλοι ματαξύ μας, ή αν δεν γνωριζόμαστε, ξέραμε τουλάχιστον από πού κρατά η σκούφια του καθενός. Ήταν άνθρωποι που οι γονείς τους, οι παππούδες τους ή οι θείοι τους έμεναν πάντοτε στο ίδιο χωριό. Αν ερχόταν κάποιος καινούργιος να εγκατασταθεί εκεί, έφερνε μαζί του κάποιο σύνταγμα με κάποιον άλλον. Αν παρουσιαζόταν κανένας πραγματικά καινούργιος, όλο το χωριό δεν έμενε ήσυχο παρά μόνον όταν εξακρίβωνε το παρελθόν του καινουργιοφερμένου.
Κούνησε μελαγχολικά το κεφάλι της και πρόσθεσε.
- Σήμερα όμως έχει αλλάξει η κατάστασις. Όλα τα μικρά χωριά έχουν γεμίσει από ανθρώπους που πήγαν και εγκαταστάθηκαν σ’ αυτά χωρίς να έχουν κανέναν δεσμό με τα μέρη που διάλεξαν. Όλα τα μεγάλα σπίτια πουλήθηκαν και τα εξοχικά σπίτια έχουν υποστεί τέτοιες μεταβολές που έχουν καταντήσει αγνώριστα. Νέοι άνθρωποι κυκλοφορούν στους δρόμους και το μόνο που ξέρει κανείς γι’ αυτούς είναι εκείνα που σου λεν οι ίδιοι. Έχουν μαζευτεί από όλες τις γωνιές του κόσμου.Κανένας δεν ξέρει ποιος είναι ο γείτονάς του.

Αγκάθα Κρίστι, Πρόσκληση σε φόνο, εκδόσεις Λυχνάρι
Μετάφραση: Αχ. Κυριαζής

Κυριακή 1 Αυγούστου 2010


Η κα. Βαν Ράυντωκ στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη φορώντας μόνο μια ροζ κομπιναιζόν. Το στήθος της διατηρούσε τη φόρμα του, αν και μέσα σε ενισχυμένο σουτιέν. Φορούσε φίνες μεταξωτές κάλτσες και τα πόδια της διατηρούσαν ακόμη αξιοζήλευτες καμπύλες. Το πρόσωπό της από το συνεχές μασάζ και το υπερβολικό μακιγιάζ, φαινόταν από σχετική απόσταση σχεδόν νεανικό. Τα μαλλιά της είχαν μιαν απόχρωση προς το μπλε και διατηρούσαν τη φόρμα που είχαν πάρει με την περμανάντ. Ήταν αδύνατον, όταν την κοιτούσες, να καταλάβεις την πραγματική της ηλικία. Ότι μπορούσαν να εξασφαλίσουν τα χρήματα, το είχαν κάνει, σε συνδυασμό με το μασάζ, τη δίαιτα και τις γυμανστικές ασκήσεις.
Η Ρουθ κοίταξε τη φίλη της με μάτια που λαμπύριζαν από εξυπνάδα.
-Το πιστεύεις, Τζέην, έκανε, πως πολύς κόσμος μπορεί να μαντέψει ότι εσύ και εγώ έχουμε την ίδια ηλικία;
Η μις Μαρπλ της αποκρίθηκε με την ίδια σαρκαστική διάθεση:
-Α, όχι. Εγώ δείχνω πάντα την πραγματική μου ηλικία.
Η μις Μαρπλ είχε κάτασπρα μαλλιά, ένα απαλότατο ροζ πρόσωπο, με ελαφρές ρυτίδες και λοξά, κινέζικα μάτια. Το χρώμα τους ήταν το χρώμα του αίθριου ουρανού. Ήταν, με άλλα λόγια, ένα γλυκύτατο πλάσμα και κανείς δεν θα μπορούσε να πει το ίδιο και για την κα. Ρουθ Βαν Ράυντωκ.

Αγκάθα Κρίστι, Οι δύο όψεις ενός εγκλήματος, εκδόσεις Λυχνάρι.
Μετάφραση: Τάσος Λαζαρίδης

Πέμπτη 1 Ιουλίου 2010


Τα απογεύματα, η αγαπημένη συνήθεια της μις Μαρπλ ήταν να διαβάζει τη δεύτερη εφημερίδα της. Κάθε πρωί, στο σπίτι, της έφερναν δύο εφημερίδες. Την πρώτη τη διάβαζε πίνοντας το πρωινό τσάι, αν βέβαια την είχαν φέρει μέχρι τότε. Το αγόρι που μοίραζε τις εφημερίδες στα σπίτια των αναγνωστών δεν φρόντιζε ποτέ να τις πηγαίνει στην ώρα τους. Συχνά μάλιστα έπαιρνε την θέση του ένας καινούργιος ή κάποιος τρίτος, ποτ αναπλήρωνε τον διανομέα τις ημέρες της απουσίας του. Ο καθένας είχε δική του άποψη σχετικά με τη γεωγραφική πορεία που θα ακολουθούσε για τη δουλειά του. Ίσως θα ήταν πολύ κουραστικό το ίδιο δρομολόγιο καθημερινά. Οι αναγνώστες όμως που ήθελαν να έχουν νωρίς το φύλλο στα χέρια τους, ώστε να ρίχνουν μια βιαστική ματιά στα πιο σημαντικά γεγονότα πριν ξεκινήσουν για τη στάση του λεωφορεία ή του τρένου, ή οποιουδήποτε άλλου μεταφορικού μέσου που τους έφερνε στη δουλειά τους, είχαν δίκιο να εκνευρίζονται όταν οι εφημερίδες αργούσαν. Οι ηλικιωμένες κυρίες όμως που περνούσαν ειρηνικά τις μέρες τους στο Σαιντ Μαίρη Μηντ προτιμούσαν συχνά να διαβάζουν την εφημερίδα τους στο πρόγευμα.
Σήμερα η μις Μρπλ είχε ρίξει μια προσεκτική ματιά στην πρώτη σελίδα και σε μερικά σκορπισμένα άρθρα στην εφημερίδα που της είχε δώσει το όνομα «Το καθημερινό λίγο απ’ όλα». Αυτό έκρυβε και μια ελαφρά δόση ειρωνείας γιατί η «Νταίηλυ Νιουσγκίβερ» που είχε την ατυχία να αλλάξει ιδιοκτήτη, γέμιζε τώρα τις σελίδες της, προς μεγάλη αγανάκτηση της μις Μαρπλ και των φίλων της, με ανδρική μόδα, βραδινές κομμώσεις, αισθηματική αλληλογραφία, διαγωνισμούς για παιδιά και συμβουλές σε γράμματα δυστυχισμένων γυναικών. Το αποτέλεσμα ήταν τα σημαντικά νέα να στριμώχνονται μόνο στην πρώτη σελίδα ή αν κάποιο δεν χωρούσε εκεί να χώνεται σε καμιά απίθανη γωνιά ώστε να είναι αδύνατον να το βρει κανείς. Η μις Μαρπλ, που παρέμενε πιστή στην παλιά μόδα, προτιμούσε η εφημερίδα της να είναι εφημερίδα και να την ενημερώνει για τα νέα.
Η μις Μαρπλ διάβασε πρώτα τις σημαντικές ειδήσεις της πρώτης σελίδας. Δεν τους αφιέρωσε πολύ χρόνο γιατί ήταν οι ίδιες με αυτές που είχε διαβάσει το πρωί. Η μόνη διαφορά ήταν στον τρόπο που τις διατύπωνε ο κάθε δημοσιογράφος. Έριξε μια ματιά στον πίνακα των περιεχομένων. Άρθρα, σχόλια, επιστήμη, σπορ. Μετά έκανε την συνηθισμένη της κίνηση. Γύρισε στην τελευταία σελίδα διαβάζοντας βιαστικά τις γεννήσεις, τους γάμους, τους θανάτους, κι ύστερα άνοιξε όπως συνήθως στα νέα των Δικαστηρίων και στις πωλήσεις. Στην ίδια σελίδα υπήρχε συχνά και ένα επιστημονικό άρθρο, αλλά δεν είχε διάθεση να το διαβάσει. Πολύ σπάνια το έκανε.
Αφού είχε τελειώσει τον γρήγορο περίπατό της στις γεννήσεις, τους γάμους και τους θανάτους, η μις Μαρπλ κατέληξε στο καθημερινό, πικρό συμπέρασμά της.
«Είναι πολύ λυπηρό, πράγματι, αλλά σήμερα το μόνο που μπορεί να μ’ ενδιαφέρει είναι οι θάνατοι».

Αγκάθα Κρίστι, Νέμεσις, εκδόσεις Λυχνάρι.
Μετάφραση: Τζένη Τσόχα

Τρίτη 1 Ιουνίου 2010


Το τηλέφωνο της μις Μαρπλ χτύπησε, καθώς αυτή ντυνόταν το πρωί. Το κουδούνισμα την παραξένεψε λίγο. Ήταν ασυνήθιστη ώρα για να χτυπάει το τηλέφωνο. Τόσο καλά ήταν τακτοποιημένη η ζωή της άγαμης αυτής γυναίκας, που απρόβλεπτα τηλεφωνήματα ήταν πηγή σοβαρής ανησυχίας και σοβαρών σκέψεων:
- Βρε, αδελφέ, έκαμε η μις Μαρπλ, κοιτάζοντας με απορία τη συσκευή του τηλεφώνου. Ποιος μπορεί να είναι τέτοια ώρα;
Από τις εννέα ως τις εννέα και μισή ήταν η αναγνωρισμένη ώρα στο χωριό για τα φιλικά τηλεφωνήματα στους γείτονες. Σχέδια για την ημέρα, προσκλήσεις και τα όμοια γίνονταν κατά το χρονικό εκείνο διάστημα. Ο κρεοπώλης ήταν γνωστό πως τηλεφωνούσε λίγο πριν από τις εννέα αν σημειωνόταν κάποια ανωμαλία στο εμπόριο του κρέατος. Κατά διαλείμματα, στο διάβα της ημέρας, μπορούσαν να γίνουν σπασμωδικά τηλεφωνήματα, αν και περνιόταν για άσχημα έμπνευση αν τηλεφωνούσε κανείς μετά τις εννέα και μισή, τη νύχτα.
Είναι αλήθεια, πως ο ανιψιός της μις Μαρπλ, ένας συγγραφέας, και γι’ αυτό τον λόγο λιγάκι αφηρημένος και απρόσεχτος, τηλεφωνούσε τις πιο απίθανες ώρες. Κάποτε, είχε πάρει τη θεία του δέκα λεπτά πριν από τα μεσάνυχτα. Όσες, όμως, εκκεντρικότητες και αν είχε ο ιδιόρρυθμος Ραίυμον Γουεστ, το πολύ πρωινό ξύπνημα δεν ήταν μεταξύ αυτών. Ούτε αυτός ούτε κανείς από τους γνωστούς της μις Μαρπλ ήταν πιθανό να την πάρει στο τηλέφωνο πριν από τις οκτώ το πρωί. Ενώ τώρα ήταν, ακόμα, η ώρα οκτώ παρά τέταρτο. Δηλαδή, πολύ νωρίς ακόμα και για ένα τηλεγράφημα, αφού το ταχυδρομείο δεν άνοιγε πριν από τις οκτώ.
- Ίσως, σκέφθηκε η μις Μαρπλ, κάποιος πήρε λάθος τον αριθμό.
Και με την σκέψη αυτή στο κεφάλι, προχώρησε προς την ανυπόμονη συσκευή και ξεθύμανε λίγο από την οργή της, σφίγγοντας δυνατά το ακουστικό:
- Ναι, έκανε.
- Εσύ ‘σαι, Τζαίην;

Αγκάθα Κρίστι, Ένα πτώμα στη βιβλιοθήκη, εκδόσεις Λυχνάρι
Μετάφραση: Ανδρέας Παναγιωτόπουλος

Σάββατο 1 Μαΐου 2010


Την άλλη μέρα, κυκλοφόρησε στο χωριό Σαιντ-Μαίρυ-Μηντ η είδηση ότι η Μις Μαρπλ είχε γυρίσει στο σπίτι της. Την είχαν δει στη Χάι Στρητ στις έντεκα το πρωί. Είχε περάσει από το Πρεσβυτέριο στις δώδεκα παρά δέκα. Το ίδιο απόγευμα, τρεις από τις κουτσομπόλες του χωριού πήγαν να της κάνουν επίσκεψη και να μάθουν τις εντυπώσεις της από την εύθυμη πρωτεύουσα και να της πουν τα νέα του χωριού.
Αργότερα, το ίδιο απόγευμα, είδαν τη Μις Μαρπλ, όπως πάντα, στον κήπο της. Μόνο που αυτή τη φορά την απασχολούσαν περισσότερο τα λουλούδια της παρά οι κινήσεις των γειτόνων της. Ήταν αφηρημένη τρώγοντας το λιτό βραδινό της και φαινόταν να μην ακούει αυτά που της έλεγε η νεαρή υπηρέτριά της, η Έβελυν, για τα σούρτα φέρτα στο φαρμακείο. Την άλλη μέρα εξακολουθούσε να είναι αφηρημένη, πράγμα που το πρόσεξαν δυο-τρεις άνθρωποι, ανάμεσά σ’ αυτούς και η γυναίκα του πάστορα. Εκείνο το βράδυ, η Μις Μάρπλ είπε πως δεν ένιωθε καλά και έπεσε στο κρεβάτι. Το άλλο πρωί έστειλε την Έβελυν να καλέσει τον Δόκτορα Χαίηντοκ.
Ο Δόκτωρ Χαίηντοκ ήταν γιατρός, φίλος και σύμμαχος της Μις Μαρπλ από πολλά χρόνια. Άκουσε να του αραδιάζει τα συμπτώματα της αδιαθεσίας της, την εξέτασε και ξανακάθησε στην καρέκλα του, κουνώντας απειλητικά το στηθοσκόπιό του.
«Για μια γυναίκα της ηλικίας σου και παρ’ όλη την απατηλή αδύναμη εμφάνισή σου, βρίσκεσαι σε αξιοθαύμαστα καλή φόρμα»/

Αγκάθα Κρίστι, Ρετρό στην ομίχλη, εκδόσεις Λυχνάρι.
Μετάφραση: Άννα Παπαδημητρίου

Πέμπτη 1 Απριλίου 2010


Ο Ρέυμοντ Γουεστ φύσηξε ένα σύννεφο γαλάζιου καπνού επανέλαβε τη φράση σαν να του έκανε ευχαρίστηση ο ήχος των λέξεων:
«Άλυτα μυστήρια».
Κοίταξε γύρω του με βλέμμα ικανοποίησης. Το δωμάτιο ήταν ένα από εκείνα τα δωμάτια των παλιών αρχοντικών με τα ψηλά σκαλιστά ταβάνια και τα παλιά όμορφα έπιπλα που του ταίριαζαν τόσο καλά. Γι’ αυτό το ικανοποιημένο βλέμμα του Ρέυμοντ Γουεστ ήταν δικαιολογημένο. Συγγραφέας το επάγγελμα, ήθελε το περιβάλλον του να είναι άψογο. Το σπίτι της Θείας Τζέην ήταν, κατά τις αντιλήψεις του, το πιο ταιριαστό περιβάλλον για την προσωπικότητά της και γι’ αυτό το λόγο, τούδινε πάντα ένα ευχάριστο συναίσθημα. Την κοίταξε για μια στιγμή, όπως καθόταν κοντά στο τζάκι, στητή, στη μεγάλη παλιά πολυθρόνα. Η Μις Μαρπλ φορούσε ένα φόρεμα από μαύρο κεντητό ύφασμα, πολύ σφιχτό στη μέση. Δαντέλες στόλιζαν τον μπούστο γύρω από το λαιμό της. Τα λεπτά της χέρια ήταν ντυμένα με μισά γάντια από μαύρη νταντέλα και μια μαύρη νταντελένια σκούφια σκέπαζε τη μάζα των χιονάτων μαλλιών της, που είχε χτενισμένα ψηλά. Έπλεκε –όπως πάντα- κάτι λευκό και αφράτο. Το βλέμμα των ανοιχτών γαλανών ματιών της, πράο και αγαθό, παρατήρησε τον ανεψιό της και τους καλεσμένους του με ήρεμη ευχαρίστηση. (…) Για ένα λεπτό, η Μις Μαρπλ αφιέρωσε την προσοχή της σ’ αυτούς τους ανθρώπους’ μετά ξαναγύρισε στο πλεχτό της, μ’ ένα ελαφρό χαμόγελο στα χείλη.
[…]
Τα μάτια όλων στράφηκαν στον Σερ Χένρυ.
-Είναι περίεργο, είπε εκείνος, όμως η Μις Μαρπλ μάντεψε την αλήθεια. (…)
Έγινε για λίγο σιωπή κι αμέσως μετά ο Ρέυμοντ είπε:
-Εντάξει, θεία Τζέην. Κέρδισες αυτή τη φορά. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς διάβολο μάντεψες την αλήθεια (…)
-Μα, μικρέ μου, είπε η Μις Μαρπλ, εσύ δεν έχεις την πείρα της ζωής που έχω εγώ. (…)

Αγκάθα Κρίστι, Κάθε Τρίτη κι ένα έγκλημα, εκδόσεις Λυχνάρι.
Μετάφραση: Άννα Παπαδημητρίου

Δευτέρα 1 Μαρτίου 2010


Η μις Μαρπλ και η κυρία Μακιλίκαντι αποτελείωσαν το πρόγευμά τους σιωπηλές, βυθισμένες στις σκέψεις τους.
Μετά έκαναν έναν μικρό περίπατο στον κήπο. Ωστόσο παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της μις Μαρπλ να τραβήξει το ενδιαφέρον της φίλης της στα λουλούδια, δεν κατάφερε να την κάνει να ξεχάσει. Για πρώτη φορά η κυρία Μακιλίκαντι δεν έρχισε να πλαέκει εγκώμια για τις υπέροχες γλάστρες της με το μεθυστικό άρωμα των σπάνιων φυτών της.
-Ο κήπος δεν είναι όπως θα έπρεπε, συνέχισε μηχανικά η μις Μαρπλ, ενώ το μυαλό της ταξίδευε αλλού. Φταίει όμως ο γιατρός Χαίηντοκ που μου έχει απαγορεύσει κατηγορηματικά να στέκομαι ή να γονατίζω. Τι μπορείς να κάνεις σ’ έναν κήπο αν δεν σκύβεις ή δεν γονατίζεις; Υπάρχει, βέβαια, ο μπάρμπα Έντουαρντ αλλά δεν κάνει και πολλά πράγματα. Το μόνο που κάνει είναι να πίνει αμέτρητα φλυτζάνια τσάι και να ποτίζει τα λουλούδια. Όχι πραγματική δουλειά δηλαδή.
-Σωστά, συμφώνησε η κυρία Μακιλίκαντι. Εμένα δεν μου το έχει απαγορεύσει ο γιατρός, αλλά ειδικά μετά το φαί και και κυρίως τώρα που έχω πάρει αρκετά περιττά κιλά –είπε, ρίχνοντας στην σιλουέτα της μια αποδοκιμαστική ματιά- νιώθω κάτι μικρές ενοχλήσεις στην καρδιά!
Μεσολάβησε μια λιγόλεπτη αλλά βαριά σιωπή, κι ύστερα η κυρία Μακιλίκαντι στράφηκε και βύθισε το ανήσυχο βλέμμα της στα μάτια της φίλης της.
-Λοιπόν;
Επρόκειτο για μια μικρή ασήμαντη λέξη, ο τόνος όμως της γυναίκας την έκανε να φαίνεται εξαιρετικά σπουδαία, λες και είχε βάλει μέσα όλα όσα ήθελα να πει. Η μις Μαρπλ ήξερε πολύ καλά τι εννοούσε.

Αγκάθα Κρίστι, Ο φόνος δεν είναι παιχνίδι, εκδόσεις, Λυχνάρι.
Μετάφραση: Τζένη Τσόχα

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2010


Η μις Τζέιν Μαρπλ καθόταν μπροστά στο παράθυρό της. Το παράθυρο έβλεπε στον κήπο που κάποτε ήταν γι’ αυτήν πηγή μεγάλης υπερηφάνειας. Όχι όμως και σήμερα. Τώρα τελευταία κοίταζε έξω και νευρίαζε. Εδώ και αρκετό καιρό τής ήταν απαγορευμένο να ασχολείται με την κηπουρική. Δεν έπρεπε να σκύβει, να σκάβει, να φυτεύει’ το πολύ πολύ μπορούσε να κλαδεύει λιγάκι. Ο γέρο-Λαίηκοκ, που ερχόταν τρεις φορές την εβδομάδα, έκανε ασφαλώς ό,τι μπορούσε ο άνθρωπος. Μα το τι μπορούσε (που δεν ήταν αρκετό ποτέ) ήταν σύμφωνα μ’ αυτό που νόμιζε εκείνος σωστό και όχι με τις αντιλήψεις της εργοδότριάς του. Η μις Μαρπλ ήξερε τι ακριβώς ήθελε να γίνεται και πότε το ήθελε, και του έδινε τις σχετικές εντολές. Ο γέρο-Λαίηκοκ τότε έβαζε τα δυνατά του, δείχνοντας το μεγάλο ταλέντο του, που ήταν να συμφωνεί με ενθουσιασμό σε κάθε υπόδειξη μα να αποφεύγει τελικά να την πραγματοποιήσει.
(…)
Καθώς συλλογιζόταν αυτά τα πράγματα η μις Μαρπλ, απέστρεψε τα μάτια της απ’ τον κήπο και αφοσιώθηκε πάλι στο πλέξιμό της.
Έπρεπε να παραδεχτεί πια την πραγματικότητα. Το Σαιντ Μαίρη Μηντ δεν έμοιαζε πια καθόλου με το μέρος που ήταν άλλοτε. Λίγο-πολύ όλα σχεδόν είχαν αλλάξει. Θα μπορούσε κανείς να τα’ αποδώσει αυτό στο πόλεμο (στους δυο πολέμους) ή στη νέα γενιά ή στις γυναίκες που είχαν βγει απ’ τα σπίτια τους για να εργασθούν, ή στην ατομική βόμβα ή απλώς στην Κυβέρνηση- αυτό όμως που αντιλαμβανόταν κανείς ήταν πως περνούσαν τα χρόνια και ολοένα γερνούσε. Η μις Μαρπλ ήταν μια πολύ λογική ηλικιωμένη κυρία και το ήξερε αυτό καλά. Κατά κάποιο παράξενο τρόπο το ένιωθε αυτό ακόμα περισσότερο στο Σαιντ Μαίρη Μηντ, γιατί εκεί έμενε τόσα χρόνια.

Αγκάθα Κρίστι, Διπλό είδωλο στον σπασμένο καθρέφτη, εκδόσεις Λυχνάρι
Μετάφραση: Αχ. Κυριαζής

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2010


Είχε αρχίσει πια να σκοτεινιάζει για καλά. Η μις Μαρπλ πήρε το πλεκτό της και κάθισε μπροστά στη μπαλκονόπορτα της βιβλιοθήκης. Σε μια στιγμή, ρίχνοντας μια ματιά απ’ το τζάμι, είδε την Πατ που βημάτιζε πάνω-κάτω, έξω στη βεράντα. Άνοιξε την μπαλκονόπορτα και της φώναξε.
- Ελάτε μέσα, καλή μου. Έχει πολύ κρύο και υγρασία για να είστε έξω χωρίς παλτό.
Η Πατ δεν έφερε αντίρρηση και μπήκε στη βιβλιοθήκη, όπου άναψε δύο λάμπες.
- Ναι, έχετε δίκιο, δεν είναι πολύ καλό απόγευμα.
Κάθισε δίπλα στη μις Μαρπλ και τη ρώτησε τι ήταν αυτό που έπλεκε.
- Α, μια ζακετούλα για μβρό, είπε η μις Μαρπλ. Νομίζω ότι ποτέ δεν είναι αρκετές οι ζακετούλες. Είναι νούμερο δύο. Πάντα πλέκω αυτό το μέγεθος. Τα μωρά μεγαλώνουν πολύ γρήγορα.
Η Πατ άπλωσε τα πόδια της προς το τζάκι.
- Τι ωραία που είναι εδώ μέσα σήμερα, κοντά στη φωτιά, με εσάς που πλέκετε για μωρά. Όλα μοιάζουν αναπαυτικά και οικεία, όπως θα έπρεπε να είναι η Αγγλία.
- Μα έτσι είναι η Αγγλία, έκανε η μις Μαρπλ.

Αγκάθα Κρίστι, Ένα άλλοθι για τρία εγκλήματα, εκδόσεις Λυχνάρι.
Μετάφραση: Λουκάς Λορδάνος